- κορέω
- (I)κορέω (Α)βλ. κορεννύω.————————(II)κορέω (Α)1. σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω («τὴν αὐλὴν κόρει», Συρ.)2. ερημώνω, σαρώνω έναν τόπο, εξολοθρεύω τους κατοίκους («κατάθου τὸ κόρημαμὴ 'κκόρει τὴν Ἑλλάδα» — άφησε κάτω τη σκούπαμη σαρώνεις την Ελλάδα, Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βλ. και κόρος (ΙΙΙ).ΠΑΡ. κόρηθρον, κόρημααρχ.κόρος (ΙΙΙ).ΣΥΝΘ. αρχ. ανακορέω, αποκορέω, εκκορέω, παρακορέω].————————(III)κορέω (Α)(κατά τον Ησύχ.) εξυβρίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ανάγεται πιθ. στο θ. κορ- τού ρ. κορέννυμι. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η ύπαρξη τής γλώσσας τού Ησυχίου «κώραύβρις», η οποία ανάγεται, κατά μία άποψη, στην εκτεταμένη βαθμίδα κωρ- τού ίδιου θέματος, μολονότι η γνησιότητά της αμφισβητείται].
Dictionary of Greek. 2013.